Πατσ̌ιάζω

Αναθεώρηση ως προς 09:55, 7 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πατσ̌ιάζω () |etymologia= |simasiologia= κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος) |proelefsi= }} __TO...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πατσ̌ιάζω ()

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

πατιάζω=υποφέρω, αντέχω τον πόνο

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).