Πέμπερος

Αναθεώρηση ως προς 10:36, 7 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πέμπερος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο πολύ ηλικιωμένος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πέμπερος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο πολύ ηλικιωμένος

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

γεροπέμπερος= ο γέρος με σεξουαλικές διαθέσεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).