Πίζιλη

Αναθεώρηση ως προς 11:19, 7 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πίζιλη (η) |etymologia=απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle» |si...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πίζιλη (η)

Ετυμολογία

απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle»

Σημασιολογία

πτερύγιον ή και κοκκίνισμα οφθαλμού

Παραδείγματα

«Το πολλύν γινάτιν κάμνουν πιζίλην τ' αμμάθκια σου», φρ. = Το να επιμένεις συνέχεια σε κάτι θα σε κάμει να αρρωστήσεις  

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).