Ποδκιασ̌ιελώννω

Αναθεώρηση ως προς 09:08, 10 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ποδκιασ̌ιελώννω |etymologia= |simasiologia= πέφτω ανάσκελα, με ανοικτά τα σκέλη (τα ασ̌σ̌...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ποδκιασ̌ιελώννω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

πέφτω ανάσκελα, με ανοικτά τα σκέλη (τα ασ̌σ̌έλια)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).