Πρησκομούτσουνος

Αναθεώρηση ως προς 11:03, 10 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πρησκομούτσουνος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει φουσκωμένο το πρόσωπο |proe...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πρησκομούτσουνος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που έχει φουσκωμένο το πρόσωπο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

πρησκόμματος= με φουσκωμένα τα μάτια

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).