Σηκώνουμαι

Αναθεώρηση ως προς 14:07, 11 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σηκώνουμαι |etymologia= |simasiologia= (από το κρεβάτι, ιατρικό) = γιατρεύτηκα |proelefsi= }} __TOC...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Σηκώνουμαι

Ετυμολογία

Σημασιολογία

(από το κρεβάτι, ιατρικό) = γιατρεύτηκα

Παραδείγματα

«Εσηκώστησ σαν τον αρκάππαρον», φρ. = όταν ο ασθενής θεραπευτεί εντελώς

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).