Σ̌ιονίστρα
Σ̌ιονίστρα (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η χιονίστρα, το κρυοπάγημα στα δάκτυλα (χεριών ή ποδιών), ή στα αυτιά
Παραδείγματα
Θεραπεία α) έβαζαν τα πόδια ή τα χέρια σε θολό νερό κατεβασμένου αρκατζιού (ρυακιού). Και (β) έβραζαν ελιές μαύρες, τις έλιωναν και τις έτριβαν στα σημεία που υπόφεραν από σιονίστρες (Προφορική περιγραφή, Ανδρέας Σάββα)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).