Σ̌σ̌ύστος

Αναθεώρηση ως προς 09:04, 14 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σ̌σ̌ύστος (ο) |etymologia= από το αρχαίο «κύσθος», αλλά μπορεί και από το «σκιστός» = η...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Σ̌σ̌ύστος (ο)

Ετυμολογία

από το αρχαίο «κύσθος», αλλά μπορεί και από το «σκιστός» = η σχισμή του γυναικείου αιδοίου, από το βυζαντινό «σχίσμα» = γυναικείο αιδοίο

Σημασιολογία

το γυναικείο αιδοίο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).