Σταυροκόκκαλη

Αναθεώρηση ως προς 09:15, 14 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σταυροκόκκαλη (η) |etymologia= |simasiologia= αυτή που είναι εύκολη στη γέννα, δηλ. έχει ανο...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Σταυροκόκκαλη (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτή που είναι εύκολη στη γέννα, δηλ. έχει ανοικτά κόκκαλα της ήβης. Όμως αναφέρεται και το αντίθετο, δηλ. γυναίκα που έχει δύσκολη γέννα, η «σκνιφή», της οποίας τα κόκκαλα της ήβης είναι σταυρωμένα, δηλ. κλειστά.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).