Στρηνίν

Αναθεώρηση ως προς 10:20, 14 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στρηνίν(το) |etymologia= από το «στρήνος» = λαγνεία |simasiologia= η ορμή για συνουσία, ο σ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Στρηνίν(το)

Ετυμολογία

από το «στρήνος» = λαγνεία

Σημασιολογία

η ορμή για συνουσία, ο σεξουαλικός πόθος

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

στρηνιώ = έχω μεγάλη όρεξη για συνουσία

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).