Συμπουρκώ

Αναθεώρηση ως προς 10:32, 14 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Συμπουρκώ |etymologia= |simasiologia= δίνω ασταμάτητα τροφή στο βρέφος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Συμπουρκώ

Ετυμολογία

Σημασιολογία

δίνω ασταμάτητα τροφή στο βρέφος

Παραδείγματα

«Έσ̌ει ούλλη μέραν που το συμπουρκώ τζι ακόμα εν έσ̌ει σιούρκασην», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).