Τζ̌είθουμαι
Τζ̌είθουμαι |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
κείτομαι/κείμαι (στο κρεβάτι, για αρρώστους), μένω κατάκοιτος,σημαίνει και στριφογυρίζω από τους πόνους
Παραδείγματα
«Λαλώ το, τζ̌ι εκολάστηκα, μ' αν εν να βαρκαρίζει, τζ̌αι πεθαμμένη ζωντανή, να τζ̌ίδεται μεσ' την μονήν, κάλλιον τζ̌αι τούτην παρ' μου την, έτσι ζωή ' ντ'αξίζει» (Από το ποίημα Γριστός Ανέστη του Δρα Κώστας Μαρκίδης. Οι Καμοί του Χωρκάτη, Λευκωσία, Κύπρος 1960).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).