Τουλούππιν

Αναθεώρηση ως προς 11:45, 14 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τουλούππιν (το) |etymologia= |simasiologia= το άσπρισμα των μαλλιών και γενειάδας από ηλικ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Τουλούππιν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το άσπρισμα των μαλλιών και γενειάδας από ηλικία

Παραδείγματα

«Τούτος εγέρασεν, εγίνικεν τουλούππιν», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

τούλουππος = αυτός που έχει άσπρα μαλλιά.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).