Τσιλλώ

Αναθεώρηση ως προς 12:35, 14 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τσιλλώ |etymologia= |simasiologia= μαγαρίζω, βλάπτω, όταν γυναίκα 'Ατσαλη επισκεφτεί άρ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Τσιλλώ

Ετυμολογία

Σημασιολογία

μαγαρίζω, βλάπτω, όταν γυναίκα 'Ατσαλη  επισκεφτεί άρρωστο, ο οποίος μετά χειροτερεύει. 

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Τσιλλάρα= διάρροια

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).