Χαλόφτας

Αναθεώρηση ως προς 12:02, 15 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Χαλόφτας (o) |etymologia= από το αρχαίο χαλώ = χαλαρώνω |simasiologia= αυτός που έχει χαλαρά...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Χαλόφτας (o)

Ετυμολογία

από το αρχαίο χαλώ = χαλαρώνω

Σημασιολογία

αυτός που έχει χαλαρά προς τα κάτω αυτιά

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).