Χαμνίζω

Αναθεώρηση ως προς 12:05, 15 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Χαμνίζω |etymologia= |simasiologia= χαλαρώνω από αδυναμία, απώλεια όρεξης, ή από ασθένεια...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Χαμνίζω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

χαλαρώνω από αδυναμία, απώλεια όρεξης, ή από ασθένεια

Παραδείγματα

«Έσ̌ει μέρες να φάω τζ̌' εχάμνισα», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).