Ψωμόσουππα

Αναθεώρηση ως προς 13:04, 15 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ψωμόσουππα (η) |etymologia= |simasiologia= ζωμός με πολλά κομμάτια ψωμί, σαν πρώτο φαγητό μ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ψωμόσουππα (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ζωμός με πολλά κομμάτια ψωμί, σαν πρώτο φαγητό μετά τον τοκετό

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).