Άπαννον
Άπαννον (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το αχρησιμοποίητο (καινούργιο) δοχείο για γητειές.
Παραδείγματα
«Βάλε νερόν σε κούππαν άπαννην τζ̌αι άηστο έξω τρεις νύκτες να το δουν τα άστρη, τζ̌αι δως του να πίννει»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).