Αψ̌ιού

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο κρότος φτέρνισματος

Παραδείγματα

«Είπεν αψ̌ιού τζ̌ι έππεσεν που τα ρουθούνια του», φρ. = όταν το τέκνο κληρονομά τα ελαττώματα ή προτερήματα των γονέων. «Είπεν αψ̌ιού τζ̌αι εφκήκεν η ψυσ̌ή του» = Όταν πεθάνει κάποιος ξαφνικά και απρόβλεπτα. «Αψ̌ιουρίζουμαι» = φτερνίζομαι.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).