Σούρτουλος (ο)

Ετυμολογία

από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος

Σημασιολογία

ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).