Αβαττάτζια
Αβαττάτζια (τα) | |
---|---|
Ετυμολογία | Avantage |
Σημασιολογία | Πλεονεκτήματα |
Προέλευση | Γαλλική |
Ετυμολογία
Από το γαλλικό avantage.
Σημασιολογία
Πλεονεκτήματα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους ουδέτερου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου