Αβκολιά (η)
Ετυμολογία Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού)
Σημασιολογία Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής
Προέλευση Αρχαία ελληνικά

Ετυμολογία

Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).

Σημασιολογία

Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

  • Αβκολιάζω

Συνώνυμα

Πηγές

  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου