Αγγαστρώνω
Αγγαστρώνω | |
---|---|
Ετυμολογία | ἐν- + γαστήρ |
Σημασιολογία | Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο |
Προέλευση | Μεσαιωνική ελληνική |
Ετυμολογία
εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)
Σημασιολογία
Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.
Αγγαστρώνω | |
---|---|
Ετυμολογία | ἐν- + γαστήρ |
Σημασιολογία | Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο |
Προέλευση | Μεσαιωνική ελληνική |
εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)
Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.