Βατσίνα
Βατσίνα, (η) | |
---|---|
Σημασιολογία | το εμβόλιο |
Ετυμολογία
από το Ιταλικό vaccino
Σημασιολογία
το εμβόλιο
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
«Βατσινάρω» = μπολιάζω, εμβολιάζω, καθώς και μεταδίδω αφροδίσιο νόσημα.
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).