Γιαζός
Γιαζός (ο) | |
---|---|
Σημασιολογία | αυτός που έχει στραβισμό, ο αλλήθωρος. |
Ετυμολογία
Από το Τούρκ. yagbezi.
Σημασιολογία
αυτός που έχει στραβισμό, ο αλλήθωρος.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).