3.467
επεξεργασίες
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μαστουρωμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο ναρκομανής, αυτός που έχει πάρει ναρκωτικά...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Μαστουρωμένος (ο) | |acronym= Μαστουρωμένος (ο) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= ο ναρκομανής, αυτός που έχει πάρει ναρκωτικά, και κατά συνέπεια ο ναρκωμένος | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
επεξεργασίες