Σημαθκιασμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

μ
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σημαθκιασμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ο κουτσός,...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σημαθκιασμένος (ο)
   |acronym=Σημαθκιασμένος (ο)
   |etymologia=
   |etymology_gr=
   |simasiologia= αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ο κουτσός, αλλήθωρος, μονόφθαλμος  
   |semantics_gr= αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ο κουτσός, αλλήθωρος, μονόφθαλμος  
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3.467

επεξεργασίες