Αλοιμματάριν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

μ
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλοιμματάριν (το) |etymologia= |simasiologia= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγν...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(3 ενδιάμεσες εκδόσεις από 3 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αλοιμματάριν (το)
   |acronym= Αλοιμματάριν (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.  
   |semantics= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 12: Γραμμή 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.  
ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.  


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
Γραμμή 24: Γραμμή 24:


==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==


==Πηγές==
==Πηγές==
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]
3.467

επεξεργασίες