Καλαγκάθι
Καλαγκάθι (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | παρονυχία, επίσης και το ογκώδες σπυρί, φλόγωση των μαλακών μορίων του χεριού/δακτύλων,επίσης και φυτόν. |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
παρονυχία, επίσης και το ογκώδες σπυρί, φλόγωση των μαλακών μορίων του χεριού/δακτύλων, επίσης και φυτόν.
Παραδείγματα
Για το φυτό υπάρχουν οι εξής στίχοι: «Τζ̌αι καλαγκάθθιν έπιαννεν τζ̌αι εκουπάνιζεν το, το σ̌έριν του του Χριστοφή που πάνω άρτυζεν το. Την μιαν μέραν, τις δκιο μέρες το σ̌έριν του πλυννήσκει, τότες όσοι τα οίδασιν, ουλλ' είπαν πεθανήσκει» (Πηγή Αθανάσιου Α. Σακελλάριος. Τόμος Β', Η εν Κύπρω γλώσσα, Εν Αθήναις, 1891).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).