Πίζιλη
Πίζιλη (η) | |
---|---|
Ετυμολογία | απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle» |
Σημασιολογία | πτερύγιον ή και κοκκίνισμα οφθαλμού |
Ετυμολογία
απο το ιωνικό «ιλλός» δηλ. οφθαλμός ή από το γαλλικό «besicle»
Σημασιολογία
πτερύγιον ή και κοκκίνισμα οφθαλμού
Παραδείγματα
«Το πολλύν γινάτιν κάμνουν πιζίλην τ' αμμάθκια σου», φρ. = Το να επιμένεις συνέχεια σε κάτι θα σε κάμει να αρρωστήσεις
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).