Παθοκονταρεμένος
Παθοκονταρεμένος (ο) | |
---|---|
Σημασιολογία | αυτός που έχει πληγωθεί από μαχαίρι/κοντάρι |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που έχει πληγωθεί από μαχαίρι/κοντάρι
Παραδείγματα
«(ο γιατρός)…το γιατρικόν στο σ̌έριν του, στέκει τζ̌αι την κοιτάζει, στέκει τζ̌αι τημ παρατηρεί τζ̌αι την εκουβεντκιάζει. -«Τζ̌υρά μου εγιατρέψαμεν πολλούς παθοκονταρεμένους. Έτσι αρφο-παθοκονταρεμόν εν είαμεν ποττέ μας. Τους πόνους πόσ̌εις στο βυζίν, εν είναι για να γιάνεις. Η ώρα οι κοστέσσερεις στον Άδην εν να πάεις». (Άσμα του Σαραπαλή, από τη συλλογή «Κύπρια Έπη» του Ξενοφώντος Φαρμακίδη, Λευκωσία 1926)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).