Πόρσον (το)
Ετυμολογία από το Ιταλ. Polso (pulse)
Σημασιολογία ο σφυγμός, ο κτύπος της καρδίας

Ετυμολογία

από το Ιταλ. Polso (pulse)

Σημασιολογία

ο σφυγμός, ο κτύπος της καρδίας

Παραδείγματα

«Είχα στενοχωρίαν τζ̌αι έπιαεν μου τον πόρσον μου ο γιατρός τζ̌αι είπεν μου εν πολλά γλήορον», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).