Ταγιά (η)
Ετυμολογία από το «ταγίζω»
Σημασιολογία η τροφός, βυζάστρα, γυναίκα που θηλάζει μωρό που δεν είναι δικό της

Ετυμολογία

από το «ταγίζω»

Σημασιολογία

η τροφός, βυζάστρα, γυναίκα που θηλάζει μωρό που δεν είναι δικό της

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).