Τζ̌έλεφος (ο)
Ετυμολογία από το κελεφός. Κελυφοκομείον =νοσοκομείο λεπρών
Σημασιολογία λεπρός, αδύνατος, λεπτός

Ετυμολογία

από το κελεφός. Κελυφοκομείον =νοσοκομείο λεπρών

Σημασιολογία

λεπρός, αδύνατος, λεπτός

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Κκελεφός

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).