Ττιλάρω
Ττιλάρω | |
---|---|
Ετυμολογία | από το Αγγλικό tilt = μετακίνηση σε μια κεκλιμένη θέση |
Σημασιολογία | συγχύζομαι, σταματά το μυαλό μου, σβήνουν οι σκέψεις μου |
Ετυμολογία
από το Αγγλικό tilt = μετακίνηση σε μια κεκλιμένη θέση
Σημασιολογία
συγχύζομαι, σταματά το μυαλό μου, σβήνουν οι σκέψεις μου
Παραδείγματα
- Όταν κάποιος που έπαιζε «φλίππερ» (Pinball) μετακινούσε το έπιπλο πέραν κάποιας καθορισμένης κλίσης, ο μηχανισμός έσβυνε απότομα και το παιχνίδι σταματούσε. Η ένδειξη «tilt» άναβε στο ταμπλό, και το μηχάνημα «ττιλάρισκε».
- «Ο δάσκαλος αρώταν με συνέχειαν, ως που τζ̌’ εττίλαρα», φρ.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).