User contributions for Georgiashiaelou
Jump to navigation
Jump to search
15 March 2018
- 19:4119:41, 15 March 2018 diff hist +702 N Ανήμπλεπος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανήμπλεπος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο τυφλός |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το «αμ...'
- 19:3919:39, 15 March 2018 diff hist +1,120 N Ανετούλλιν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανετούλλιν (το) |etymologia= |simasiologia= ατμόλουτρο από το χαρτζ̌ίν, με βότανα για την ε...'
- 19:3619:36, 15 March 2018 diff hist +744 N Άνεση Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άνεση (η) |etymologia= |simasiologia= η αναπνοή |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολογί...'
- 19:3419:34, 15 March 2018 diff hist +1,075 N Ανεμοπύρωμα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανεμοπύρωμα (το) |etymologia= |simasiologia= ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτ...'
- 19:3219:32, 15 March 2018 diff hist +812 N Ανεβασιά Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανεβασιά (η) |etymologia= |simasiologia= η ανάβαση του αίματος δηλ. δύσπνοια, στενοχωρία |p...'
- 19:3019:30, 15 March 2018 diff hist +1,075 N Ανάτριχα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανάτριχα |etymologia= |simasiologia= η επάλειψη της κεφαλής από κάτω προς τα πάνω (ενάντι...'
- 19:2919:29, 15 March 2018 diff hist +852 N Ανασύρνω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανασύρνω |etymologia= |simasiologia= έχω δύσπνοια, ασκομαχώ, παίρνω τις τελευταίες μου αν...'
- 19:2819:28, 15 March 2018 diff hist +912 N Αναρκοδοντού Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναρκοδοντού (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα με αραιά δόντια, μπορούσε να προκαλέσ...'
- 19:2619:26, 15 March 2018 diff hist +980 N Αναουλιατός Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναουλιατός (ο) |etymologia= |simasiologia= τάση προς εμετόν, ναυτία. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...'
- 19:2519:25, 15 March 2018 diff hist +748 N Ανάντζ̌η Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανάντζ̌η (η) |etymologia= |simasiologia= η πολύ σοβαρή και ανίατη ασθένεια. |proelefsi= }} __TOC__ =...'
- 19:2319:23, 15 March 2018 diff hist +822 N Αναντζ̌εμένος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναντζ̌εμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αρρωστημένος, αυτός που πάσχει από σοβαρή αρ...'
- 19:2119:21, 15 March 2018 diff hist +837 N Αναντζ̌αρκά Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναντζ̌αρκά (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα που είναι φορέας μεταδοτικής ασθένεια...'
- 19:2019:20, 15 March 2018 diff hist +710 N Ανανήφω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανανήφω |etymologia= |simasiologia= ανακτώ τις αισθήσεις μου. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία=...'
- 19:1919:19, 15 March 2018 diff hist +813 N Αναμύω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναμύω |etymologia= |simasiologia= μόλις ανοίγω τα βλέφαρά μου λόγω νυσταγμού |proelefsi= }} __...'
8 March 2018
- 21:4421:44, 8 March 2018 diff hist +864 N Ανακουτρεύκω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανακουτρεύκω |etymologia= |simasiologia= ερευνώ διεξοδικά |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== α...'
- 21:4121:41, 8 March 2018 diff hist +808 N Αναμούγκωμα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναμούγκωμα (το) |etymologia= |simasiologia= η φουσκωμένη κοιλιά, τυμπανισμός (κυρίως σε ζ...'
- 21:4021:40, 8 March 2018 diff hist +1,032 N Αναμαλλιάρης Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναμαλλιάρης (ο) |etymologia= |simasiologia= δυνατός πόνος, όπως κατά τη διάρκεια του τοκε...'
- 21:3821:38, 8 March 2018 diff hist +816 N Αναθρήκα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναθρήκα (η) |etymologia= |simasiologia= το φυτό ακάρωνας (ferula), χρησιμοποιείται σαν νάρθηκ...'
- 21:3421:34, 8 March 2018 diff hist +1,150 N Ανάγκη Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανάγκη (η) |etymologia= |simasiologia= η ασθένεια γενικά, η επιδημία, η φυματίωση, ή τα αφρο...'
- 21:3121:31, 8 March 2018 diff hist +1,101 N Αμπλέπω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπλέπω |etymologia= |simasiologia= βλέπω |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το αρχ. «εμβλέπ...'
- 21:2921:29, 8 March 2018 diff hist +818 N Αμπλάστρι Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπλάστρι (το) |etymologia= |simasiologia= έμπλαστρον, θεραπευτικό επίθεμα |proelefsi= }} __TOC__...'
- 21:2821:28, 8 March 2018 diff hist +869 N Αμπάλατος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπάλατος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο μαλθακός στο σώμα, ανισόρροπος, δύστροπος, ανυπ...'
- 21:2621:26, 8 March 2018 diff hist +1,038 N Αμολόητος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμολόητος (ο) |etymologia= |simasiologia= το πέος, επίσης και η παρωνυχία, και ο πόνος κοιλι...'
- 21:2021:20, 8 March 2018 diff hist +656 N Αμολόητη Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμολόητη (η) |etymologia= |simasiologia= καρκίνος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολο...'
- 21:1821:18, 8 March 2018 diff hist +722 N Άμμος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άμμος (ο) |etymologia= |simasiologia= η ψαμμίαση, πέτρες στα νεφρά. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολο...'
- 21:1521:15, 8 March 2018 diff hist +2 Αμμέ No edit summary
- 21:1521:15, 8 March 2018 diff hist +1,159 N Αμμέ Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμμέ (το) |etymologia= |simasiologia= μικρό αλλά αξιοπρόσεκτο πνευματικό ή σωματικό ελάττ...'
- 21:0921:09, 8 March 2018 diff hist +684 N Αμματόφυλλα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμματόφυλλα (τα) |etymologia= |simasiologia= οι βλεφαρίδες. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==...'
- 21:0721:07, 8 March 2018 diff hist +1,103 N Αμματόπονος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμματόπονος (ο) |etymologia= |simasiologia= οφθαλμία, ο πόνος των ματιών |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετ...'
5 March 2018
- 19:2019:20, 5 March 2018 diff hist 0 Αμματίζω No edit summary
- 19:2019:20, 5 March 2018 diff hist +1 Αμματίζω No edit summary
- 19:1919:19, 5 March 2018 diff hist +913 N Αμματίζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμματίζω |etymologia= |simasiologia= εμβολιάζω |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολογ...'
- 19:1719:17, 5 March 2018 diff hist +880 N Αμματάς Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμματάς (ο) |etymologia= |simasiologia= το απόστημα (ίσως διότι μοιάζει με μάτι). |proelefsi= }} _...'
- 19:1519:15, 5 March 2018 diff hist +748 N Αμμαθκιάζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμμαθκιάζω |etymologia= |simasiologia= θεραπεύω τους οφθαλμούς (ιατρική). |proelefsi= }} __TOC__ =...'
- 19:1419:14, 5 March 2018 diff hist +675 N Αμελέτητο Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμελέτητο (το) |etymologia= |simasiologia= ο όρχις. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολ...'
- 19:1319:13, 5 March 2018 diff hist +855 N Αλουπόβηχχας Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλουπόβηχχας (ο) |etymologia= |simasiologia= βραχνός και δυνατός βήχας (σαν φωνή αλεπούς),...'
- 18:5618:56, 5 March 2018 diff hist −1 Αλοιμματάριν No edit summary
- 18:5618:56, 5 March 2018 diff hist +1,049 N Αλοιμματάριν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλοιμματάριν (το) |etymologia= |simasiologia= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγν...'
- 18:5318:53, 5 March 2018 diff hist +758 N Αλλήθωρος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλλήθωρος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο πάσχων από στραβισμό |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογ...'
- 18:5118:51, 5 March 2018 diff hist +809 N Άλλεται Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άλλεται |etymologia= |simasiologia= τρέμει το μάτι (το βλέφαρο). |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογ...'
- 18:4918:49, 5 March 2018 diff hist −3 Αλεξιφάρμακον No edit summary
- 18:4918:49, 5 March 2018 diff hist +2 Αλεξιφάρμακον No edit summary
- 18:4818:48, 5 March 2018 diff hist +872 N Αλεξιφάρμακον Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλεξιφάρμακον (το) |etymologia= |simasiologia= το προφυλακτικό φάρμακο (αντίδοτο σε δηλητ...'
- 18:4718:47, 5 March 2018 diff hist +829 N Αλάς Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλάς (ο) |etymologia= |simasiologia= το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές....'
- 18:4518:45, 5 March 2018 diff hist +675 N Αλαοσκοπιή Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλαοσκοπιή (η) |etymologia= |simasiologia= η τύφλα. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολ...'
- 18:4218:42, 5 March 2018 diff hist +875 N Αλαξικολία Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλαξικολία (η) |etymologia= |simasiologia= η (παρά φύσιν) αμοιβαία σεξουαλική πράξη από πρ...'
- 18:4118:41, 5 March 2018 diff hist −1 Άλαλος No edit summary
- 18:4018:40, 5 March 2018 diff hist +736 N Άλαλος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άλαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= άφωνος, χωρίς λαλιά, και ο βωβός. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυ...'
- 18:3918:39, 5 March 2018 diff hist +798 N Αλαβροστοισ̌ώτης Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλαβροστοισ̌ώτης (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει παραισθήσεις |proelefsi= }} __TOC...'
- 18:3718:37, 5 March 2018 diff hist +773 N Ακτυπιούμαι Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ακτυπιούμαι |etymologia= |simasiologia= ασθενώ (κτυπιούμαι από τα κακά πνεύματα). |proelefsi=...'