User contributions for Eleni Krekou
Jump to navigation
Jump to search
2 May 2018
- 12:4612:46, 2 May 2018 diff hist +1,043 N Κατανήστικα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κατανήστικα |etymologia= |simasiologia= πριν το πρόγευμα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==...'
- 12:4512:45, 2 May 2018 diff hist +1,132 N Κατανάτολα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κατανάτολα () |etymologia= |simasiologia= = η θέση που βάζαν τον νεκρό ή τον ετοιμοθάνατο, μ...'
- 12:4412:44, 2 May 2018 diff hist +889 N Καταβαρκάζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καταβαρκάζω |etymologia= |simasiologia= είμαι έγκυος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημα...'
- 12:4312:43, 2 May 2018 diff hist +1,099 N Κατάβαρη Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κατάβαρη (η) |etymologia= από το «βάρος» (στην κοιλιά). Δες «βαρημένη» |simasiologia= γυναί...'
- 12:4212:42, 2 May 2018 diff hist +16 Κασπιάζω No edit summary
- 12:4212:42, 2 May 2018 diff hist +1,047 N Κασπιάζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κασπιάζω |etymologia= |simasiologia= δεν αναπτύσσομαι, μένω άρρωστος, αδύναμος και καχε...'
- 12:4112:41, 2 May 2018 diff hist +990 N Κασκιάρης Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κασκιάρης (ο) |etymologia= |simasiologia= υπανάπτυκτος, αδύναμος, καχεκτικός |proelefsi= }} __TOC...'
- 12:4012:40, 2 May 2018 diff hist +1,092 N Κασταμουνιάζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κασταμουνιάζω |etymologia= |simasiologia= γίνομαι ασθενικός, αδύναμος λόγω λίγης τροφής...'
- 12:3912:39, 2 May 2018 diff hist +968 N Κασ̌ουρώννω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κασ̌ουρώννω |etymologia= |simasiologia= ζαρώνω από το γήρας ή από ασθένεια |proelefsi= }} __TOC__...'
- 12:3812:38, 2 May 2018 diff hist +1,866 N Κάρφωμα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κάρφωμα (το) |etymologia= |simasiologia= η γητειά για θυματοποίηση κάποιου, για να τον βασ...'
- 12:3712:37, 2 May 2018 diff hist +990 N Κασαβέττιν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κασαβέττιν (το) |etymologia= |simasiologia= η κατάθλιψη |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημ...'
- 12:2312:23, 2 May 2018 diff hist +1,524 N Καρφίτης Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρφίτης (o) |etymologia= |simasiologia= απόστημα, μυτερό σπυρί σαν καρφί |proelefsi= }} __TOC__ ==...'
- 12:1312:13, 2 May 2018 diff hist +977 N Καρυώννει Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρυώννει |etymologia= |simasiologia= μόλις αρχίσει να εξογκώνεται ο μαστός |proelefsi= }} __TOC...'
- 12:1212:12, 2 May 2018 diff hist +916 N Καρυόλι Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρυόλι (το) |etymologia= |simasiologia= αφροδίσιο κονδύλωμα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...'
- 12:1112:11, 2 May 2018 diff hist +908 N Καρυολαίμιν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρυολαίμιν (το) |etymologia= |simasiologia= το μήλο του Αδάμ |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...'
- 12:1012:10, 2 May 2018 diff hist +1,479 N Καρτούσα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρτούσα (η) |etymologia= από το «καρκιά» (κοιλιά) και «βαστώ», «κρατώ» |simasiologia= η βοη...'
- 12:0512:05, 2 May 2018 diff hist +1,150 N Καρτούλλα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρτούλλα (η) |etymologia= |simasiologia= η κοιλιά του μωρού , η μικρή Καρκιά |proelefsi= }} __T...'
- 12:0412:04, 2 May 2018 diff hist +1,690 N Καρτάνα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρτάνα (η) |etymologia= από το «quartana» |simasiologia= τεταρταίος πυρετός |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετ...'
- 12:0212:02, 2 May 2018 diff hist +1,202 N Καρταμόννω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρταμόννω |etymologia= από το «κάρδαμο», δυναμωτικό και υγιεινό φυτό |simasiologia= ανα...'
- 12:0112:01, 2 May 2018 diff hist +1,190 N Καρταμοθωρώ Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρταμοθωρώ |etymologia=από το «κάρδαμος» και «θωρώ»/βλέπω |simasiologia= βλέπω συγκεχυ...'
- 11:5911:59, 2 May 2018 diff hist +1,305 N Καρτακαξάς Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρτακαξάς (ο) |etymologia= |simasiologia= όταν τα μικρά παιδιά γκρινιάζουν, πέφτουν στη γ...'
- 11:5811:58, 2 May 2018 diff hist +980 N Καρτσ̌ινάς Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρτσ̌ινάς (ο) |etymologia= |simasiologia= επώδυνη σύσπαση μυός, δες «καρουκάς» |proelefsi= }}...'
- 11:5711:57, 2 May 2018 diff hist +1,290 N Καρούτζ̌ιν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρούτζ̌ιν (το) |etymologia= από το «καρουκάς» και το Τουρκ. Karuk (μούδιασμα) |simasiologia=...'
- 11:5611:56, 2 May 2018 diff hist +1,136 N Καρουκάς Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρουκάς (o) |etymologia= από το «κάρος» = βαθύς ύπνος |simasiologia= σύσπαση μυός, μούδιασμ...'
- 11:5311:53, 2 May 2018 diff hist +1,063 N Καρόλλια Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρόλλια (τα) |etymologia= |simasiologia= εξάνθημα, μικρά σπυριά με σκληρή επιφάνεια, όμοι...'
- 11:5211:52, 2 May 2018 diff hist +989 N Καρκιοσπάζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= () |etymologia= |simasiologia= τραυματίζω σοβαρά τη καρδία ή κοιλιά κάποιου |proelefsi= }} __TOC_...'
- 11:4911:49, 2 May 2018 diff hist +1,034 N Καρκιόπονος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρκιόπονος (ο) |etymologia= |simasiologia= πόνος της καρκιάς (δηλ. των εντέρων και της κοι...'
- 11:4811:48, 2 May 2018 diff hist +897 N Καρκιοβαστούσα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρκιοβαστούσα (η) |etymologia= |simasiologia= Καρτούσα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==...'
- 11:2811:28, 2 May 2018 diff hist +1,440 N Καρκιοβάσταγα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρκιοβάσταγα (τα) |etymologia= |simasiologia= τα τραγανά του στέρνου, ο χόνδρος στο κάτω...'
- 11:2611:26, 2 May 2018 diff hist +1,241 N Καρκιά Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καρκιά (η) |etymologia= |simasiologia= = η κοιλιά κατά τους χωρικούς. Όχι η καρδία, παρόλο...'
- 10:4710:47, 2 May 2018 diff hist +1,130 N Καρκανίκαυλος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρκανίκαυλος (ο) |etymologia= από το «κάρα», «κάννα» και «καυλός». Επίσης και το πέο...'
- 10:4610:46, 2 May 2018 diff hist +976 N Καρκαλαμιά Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρκαλαμιά (η) |etymologia= |simasiologia= σπονδυλική στήλη, γενικά ο σκελετός |proelefsi= }} __...'
- 10:4310:43, 2 May 2018 diff hist +940 N Καρίνα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρίνα (η) |etymologia= |simasiologia= σπονδυλική στήλη |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Ση...'
- 10:4010:40, 2 May 2018 diff hist +1,215 N Καρήτσαυλος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρήτσαυλος (ο) |etymologia= από το «κάρη» = λαιμός, και «αυλός» = τρύπα, ή από το «κάρυ...'
- 10:3710:37, 2 May 2018 diff hist +970 N Καρδκιοντζ̌άνιν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρδκιοντζ̌άνιν () |etymologia= |simasiologia= το Τζ̌ανίν της καρδίας δηλ. ασθένεια ή στ...'
- 10:3510:35, 2 May 2018 diff hist +1,120 N Καραττίνα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καραττίνα (η) |etymologia= από το Ιταλ. Quarantine |simasiologia= λοιμοκαθαρτήριο, ιατρική απομ...'
- 10:3410:34, 2 May 2018 diff hist +1,105 N Καραμουτσωμένο Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Καραμουτσωμένος (ο) |etymologia= από το καρά (μαύρο, στα Τούρκικα) και μουτσούνα (πρόσ...'
- 10:3310:33, 2 May 2018 diff hist +893 N Κάρα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κάρα (η) |etymologia= |simasiologia= η ράχη, σπονδυλική στήλη |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...'
- 10:3110:31, 2 May 2018 diff hist +1,024 N Κάπρας Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κάπρας (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός με φακίδες στο πρόσωπο και ροδοκόκκινο δέρμα...'
- 10:3010:30, 2 May 2018 diff hist +918 N Καπούλια Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καπούλια (η) |etymologia= από το scapula |simasiologia= η ωμοπλάτη |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...'
- 10:2910:29, 2 May 2018 diff hist +1,230 N Κάπνισμα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κάπνισμα (το) |etymologia= |simasiologia= το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία |proelefsi= }} __TOC...'
- 10:2610:26, 2 May 2018 diff hist +872 N Κάουρος Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κάουρος (ο) |etymologia= |simasiologia= καρκίνος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολο...'
- 10:2510:25, 2 May 2018 diff hist +1,081 N Καούρα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καούρα (η) |etymologia= |simasiologia= = το κάψιμο στο στομάχι, δυσπεψία |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετ...'
- 10:1310:13, 2 May 2018 diff hist +968 N Καουροραχού Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καουροραχού (η) |etymologia= |simasiologia= αυτή που έχει κύφωση στη πλάτη |proelefsi= }} __TOC__ ==...'
- 10:1110:11, 2 May 2018 diff hist +944 N Καντηλώννω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καντηλώννω |etymologia= |simasiologia= βγάζω καντήλες, φουσκαλίδες |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...'
- 10:0110:01, 2 May 2018 diff hist +1,103 N Καντηλοβάφτισμαν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καντηλοβάφτισμαν (το) |etymologia= |simasiologia= βάπτισμα ετοιμοθάνατου νεογέννητου με...'
- 09:5909:59, 2 May 2018 diff hist +871 N Καντήλα Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καντήλα (η) |etymologia= |simasiologia= απόστημα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολογ...'
- 09:5709:57, 2 May 2018 diff hist +1,059 N Καννουρίζω Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καννουρίζω |etymologia= |simasiologia= ουρώ λίγο με λίγο |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σ...'
- 09:4609:46, 2 May 2018 diff hist +950 N Καννοζάμπης Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καννοζάμπης (o) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει λεπτές κνήμες |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετ...'
- 09:4109:41, 2 May 2018 diff hist +1,050 N Καννίν Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καννίν (το) |etymologia= |simasiologia= το λεπτό ξύλο |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασι...'