Αλαξικολία

From Digital Cyprus
Revision as of 15:48, 18 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
Jump to navigation Jump to search
Αλαξικολία (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η (παρά φύσιν) αμοιβαία σεξουαλική πράξη από πρωκτό σε πρωκτό.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αλλαξοκωλιά

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις