Δρωπικία

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 09:54, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δρωπικία (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Ελεύθερο υγρό στην κοιλιά από πάθηση του συκωτιού, καθώς και το πρήξιμο των άκρων. Πίστευαν ότι προέρχεται από ψυχικό πάθος.

Παραδείγματα

Ως θεραπεία, έμπαινε ο ασθενής σε ένα ζεστό φούρνο για να κάνει «σάουνα» κι έτσι να αποβάλει τα υγρά μέσω του ιδρώτα.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

  • Ασκίτης
  • Υδρωπικία

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).