Καλλιοττερεύκω

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:57, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Καλλιοττερεύκω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

γίνομαι καλύτερα μετά από ασθένεια. Βελτιώνομαι

Παραδείγματα

«Είχα φίστουκαν αμμά εκαλλιοττέρεψα»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).