Καρκανίκαυλος

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:58, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Καρκανίκαυλος (ο)

Ετυμολογία

από το «κάρα», «κάννα» και «καυλός». Επίσης και το πέος.

Σημασιολογία

λεπτός και πολύ ψηλός

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).