Σαλιάρικον

From Digital Cyprus
Revision as of 16:10, 18 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
Jump to navigation Jump to search
Σαλιάρικον (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το μωρό που τρέχουν συνεχώς τα σάλια του

Παραδείγματα

Σε ενήλικα, όταν τρέχουν τα σάλια του (σαλιάρη), θεραπεία ήταν να τον φιλήσει ένας μαύρος στο στόμα χωρίς προειδοποίηση.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις