Αμπλέπω

From Digital Cyprus
Revision as of 15:36, 22 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Αμπλέπω
Σημασιολογία βλέπω




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το αρχ. «εμβλέπω»

Σημασιολογία

βλέπω

Παραδείγματα

«Μπλέπει περίτου ο στραός που έναν μεθυσμένον», φρ. = Βλέπει καλύτερα ο τυφλός παρά ο μεθυσμένος, δηλ. ο τυφλός έχει ακόμα το μυαλό του και μπορεί να σκεφτεί σωστά, ενώ ο μεθυσμένος δεν έχει ούτε όραση ούτε σκέψη (Παύλος Λιασίδης).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

μπλέπω

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις