Κίτιον

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:39, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Κίτιον
Kition.jpg
Αρχαιολογικός χώρος Κιτίου

Ο αρχαιολογικός χώρος του Κιτίου, που περιλαμβάνει τις δύο τοποθεσίες Καθαρή και Παμπούλα, βρίσκεται μέσα στη σύγχρονη πόλη της Λάρνακας. Από το 18ο μέχρι και τον 20ο αιώνα ήλθαν στο φως, από ανασκαφές ξένων περιηγητών και τυμβωρύχων, διάφορα ευρήματα όπως είναι η περίφημη Ασσυριακή στήλη του βασιλιά Σαργών Β, η οποία βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο. Γύψινο αντίγραφό της στήλης εκτίθεται στο Μουσείο της Λάρνακας. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1929 από τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή, υπό τη διεύθυνση του Einar Gjestard. Από το 1959, το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του Βάσου Καραγιώργη, άρχισε τις ανασκαφές στην περιοχή Καθαρή, ενώ την ευθύνη των ανασκαφών στην περιοχή της Παμπούλας ανέλαβε, μετά τα γεγονότα του 1974, η γαλλική Αποστολή του Πανεπιστημίου της Λυών, που μέχρι τότε έκανε ανασκαφές στη Σαλαμίνα.

Ιστορία

Σύμφωνα με ανασκαφικές έρευνες στη περιοχή υπήρχαν δύο προϊστορικοί οικισμοί οι οποίοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις και εξήγαγαν χαλκό, πορφύρα και αλάτι. Οι οικισμοί αυτοί δέχτηκαν Μυκηναίους και Αχαιούς εποίκους μετά τον Τρωικό πόλεμο και εξελίχθηκαν σε πόλεις. Τον 10ο αιώνα π.Χ. οι δύο αυτές πόλεις καταστράφηκαν από κάποια φυσική καταστροφή αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να κτίσουν μια νέα πόλη το μετέπειτα Κίτιο. Οι Μυκηναίοι έκτισαν κυκλώπεια τείχη με πάχος 2,50 μέτρων ενώ κατά διαστήματα υπήρχαν τετράπλευροι προμαχώνες.

Κατά τον Ιώσηπο, (Ιώσηπου Εβραϊκά αρχ. α. 7), η πόλη ιδρύθηκε αμέσως μετά τον κατακλυσμό του Νώε όταν κατά τον αναδασμό της γης δόθηκε στον Χετίμ ή Κιτίμ, γιο του Ιαυάν. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή είναι η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον ελλαδικό χώρο και η αρχαιότερη. Σύμφωνα με τον Αίλιο Διονύσιο ιδρύθηκε από Φοίνικες πειρατές και το όνομα είναι Φοινικικό και προέρχεται από κάποια γυναίκα με αυτό το όνομα ή Κιτίον λεγόταν φοινικική πόλη από προέρχονταν οι άποικοι.

Πρώτη γραπτή μαρτυρία για την πόλη έχουμε τον 12ο αιώνα π.Χ. από αιγυπτιακές επιγραφές. Στο Κίτιο τον 9ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε αποικία από Φοίνικες της Τύρου, σε ανασκαφές έχει βρεθεί ναός της Αστάρτης της ίδιας περιόδου. Οι Φοίνικες σε επιγραφές που έχουν βρεθεί ονόμαζαν την πόλη Καρτιχατάστ. Το Κίτιο έγινε από τις πλούσιες Κυπριακές πόλεις και απέκτησε τόση μεγάλη φήμη που αναφέρεται 28 φορές στην Παλαιά Διαθήκη[1]. Στην πόλη λατρεύονταν όλοι οι θεοί και των Φοινίκων και υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι σε αυτούς όπως του Μελκάρτ που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης, ναός του Βαάλ υπήρχε σε λόφο του Κιτίου. Στην πόλη ομιλούνταν και Ελληνικά και Φοινικικά. Τέσσερις ναοί αφιερωμένοι σε γυναικεία θεότητα της γονιμότητας από αυτή την εποχή έχουν ανασκαφή με μεγάλες αυλές με βωμούς, σε έναν υπήρχε ιερός κήπος και δεξαμενή για ιερά ψάρια. Ένας πέμπτος ναός ήταν αφιερωμένος σε θεό της γονιμότητας στον οποίο βρέθηκαν προσωπεία που παρίσταναν κεφαλές βοδιών. Επίσης τα εργαστήρια χαλκού μεταφέρονται έξω από τα τείχη στα βόρεια της πόλης ώστε οι νότιοι άνεμοι να διώχνουν τις αναθυμιάσεις έξω από την πόλη.

Τον 7ο αιώνα π.Χ. το Κίτιο περνά υπό την εξουσία των Ασσυρίων αλλά έχει δικούς του βασιλείς φόρου υποτελείς, το 705 ο βασιλιάς της Τύρου, Σιδώνας και του Κίτιου Πύλας επαναστατεί αλλά αποτυγχάνει και καταφεύγει στο Κίτιο με την οικογένεια του, αλλά οι κάτοικοι της πόλης τον θανατώνουν για να γλιτώσουν από την οργή των Ασσυρίων. Την περίοδο αυτή η πόλη εξελίσσεται σε ναυτική δύναμη ενώ εγκαθίστανται νέοι άποικοι από τις Φοινικικές πόλεις αφού αυτές βρίσκονται υπό την κατοχή των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων.

Τον 5ο αιώνα π.Χ. όλη η Κύπρος περνά στην κατοχή των Αιγυπτίων Φαραώ και οι βασιλείς της είναι φόρου υποτελείς σε αυτόν. Από την Αιγυπτιακή κατοχή περνούν στην Περσική μένοντας φόρου υποτελείς στον Πέρση βασιλέα. Την ίδια εποχή το Κίτιο και η Σαλαμίνα κόβουν πρώτη φορά νομίσματα. Το 498 π.Χ. όλες οι Κυπριακές πόλεις συμμετέχουν στην Ιωνική επανάσταση αλλά ή ήττα τους στην ξηρά της αναγκάζει να πάρουν μέρος σε αυτή με το μέρος των Περσών κατά των πόλεων της Ιωνίας. Πλοία από το Κίτιο πήραν μέρος στην εκστρατεία του Ξέρξη και στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας όπου έδειξαν και απροθυμία να συμμετάσχουν.

Οι Πέρσες μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας επέβαλαν Φοίνικες βασιλείς σε όλες τις Κυπριακές πόλεις, στο Κίτιο μάλιστα η φοινικική δυναστεία επικράτησε μέχρι το τέλος της βασιλείας στη πόλη. Κατά την βασιλεία του Βαάλµελεκ Α΄ η πόλη πολιορκείται από τους Αθηναίους με τον Κίµωνα ο οποίος πέθανε και τάφηκε εκεί. Επί βασιλιά Ασβαάλ προσαρτάται και το Ιδάλιο, ο Βαάλµελεκ Β΄ ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με την Αθήνα. Οι επόμενοι βασιλείς αντιμετώπισαν τον Ευαγόρα Α΄ στην προσπάθειά του να ενώσει όλες τις Κυπριακές πόλεις. Επί βασιλείας Πουµιάθων προσαρτάται και το βασίλειο της Ταμασσού .

Το Κιτίο συμμετέχει στην πολιορκία της Τύρου με το πλευρό του Μέγα Αλέξανδρου όπως κάνουν όλες οι Κυπριακές πόλεις, αλλά ο Βασιλέας λόγω της φοινικικής καταγωγής του δεν παίρνει μέρος στη μάχη κάτι που συντέλεσε στο να δυσαρεστηθεί ο Αλέξανδρος και να του αποσπάσει της Ταμασσό δωριζόταν την στον βασιλέα της Σαλαμίνας. Τελευταίος βασιλιάς της πόλης ήταν ο Μενέλαος που ηττήθηκε από τον Δημήτριο τον πολιορκητή και η πόλη περνά στην εξουσία του Πτολεµαίου Α΄. Το 58 π.Χ. περνά στους Ρωμαίους συνεχίζοντας να παραμένει το σημαντικότερο και κυριότερο λιμάνι της Κύπρου. Από τον 3ο αιώνα και μετά, δεν υπάρχουν σημάδια φοινικικής παρουσίας. Μετά τον Γ’ Καρχηδονιακό πόλεμο, οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν όλα τα φοινικικά κέντρα και έτσι ο πολιτισμός τους εξαφανίζεται για πάντα. Η πόλη διατηρήθηκε ελληνική στους επόμενους αιώνες.

Στους χριστιανικούς χρόνους το Κίτιο γίνεται επισκοπή, εδώ κατά την παράδοση κατέφυγε ο Λάζαρος μετά την ανάσταση του όπου έγινε ο πρώτος επίσκοπος, αλλά και η Παναγία μετά την ανάσταση του Χριστού. Το 77 μ.χ. μεγάλος σεισμός κατέστρεψε την πόλη και μετά κτίζεται από την αρχή. Η πόλη συνέχιζε να ακμάζει μέχρι τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας αλλά σταδιακά έχασε την αίγλη της και εγκαταλείφθηκε.

Άλλες μεγάλες προσωπικότητες από το Κίτιο ήταν ο Άγιος Θεράπων επίσκοπος της πόλης, ο φιλόσοφος Ζήνων και ο επίσης φιλόσοφος Περσαίος ο Κιτιεύς.


Ανασκαφές

Οι πρωϊμότερες φάσεις εγκατάστασης και λατρείας στο Κίτιον εντοπίζονται στην τοποθεσία Καθαρή. Στη θέση αυτή ανασκάφηκαν πέντε διαδοχικοί ναοί και εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού, οι οποίοι χρονολογούνται από τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Γεωμετρική περίοδο, κατά τις οποίες το Κίτιο ευημερούσε και κατοικείτο από Μυκηναίους Αχαιούς. Μετά την καταστροφή τους, στη θέση τους κτίστηκε από τους Φοίνικες το 850 περίπου π.Χ μεγαλοπρεπής ναός που ταυτίστηκε με το ναό της Αστάρτης. Η χρήση του ναού συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, οπότε καταστρέφεται.

Οι ανασκαφές της Παμπούλας έδειξαν ότι η περιοχή κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από το τέλος της Γεωμετρικής μέχρι την Ελληνιστική περίοδο. Τα πρώτα κτίσματα, που χρονολογούνται στον 9ο αιώνα π.Χ., αποτελούνται από ένα ιερό και διάφορα άλλα κτήρια. Κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο το ιερό επεκτείνεται για να περιλάβει πολλές αίθουσες, αυλές με στοές και βωμούς, εστίες προσφορών αλλά και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις για την επεξεργασία του χαλκού. Διάφορα ευρήματα μαρτυρούν ότι στο Κίτιον λατρευόταν ένας αριθμός θεοτήτων. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι Φοινικικές θεότητες Αστάρτη (αντίστοιχη της Αφροδίτης), ο Μέλκαρτ (αντίστοιχος του Ηρακλή) και ο Εσμούν (αντίστοιχος του Ασκληπιού), καθώς και οι Αιγυπτιακές θεότητες Αθώρ, Μπες και Ώρο.

Κατά την κλασική περίοδο, γίνονται μεγάλα έργα στη πόλη του Κιτίου, όπως πολεοδομικά έργα ευρείας κλίμακας, που εντάσσονται σε ένα σημαντικό πρόγραμμα κατασκευής δημοσίων κτηρίων. Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα εντάσσεται και η αποξήρανση του έλους στη συνοικία της Παμπούλας, η κατασκευή του αποχετευτικού δικτύου της πόλης και η κατασκευή των δύο λιμανιών, του εμπορικού και του πολεμικού. Μέχρι στιγμής έχει ανασκαφεί το πολεμικό. Σώζονται οι ράμπες με τη βοήθεια των οποίων ρυμουλκούσαν τα πλοία για να επιδιορθωθούν και να φυλαχθούν.


Πηγές