Γλειοστομιάζω

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:40, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γλειοστομιάζω
Σημασιολογία κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.

Παραδείγματα

«Εγλειοστόμιασεν που την πείναν, εννά πεθάνει»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).