Ιλάτζ̌ιν

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:42, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ιλάτζ̌ιν (το)
Ετυμολογία από το αρχ. «ιλάσκομαι» = θεραπεύω, καταπραΰνω
Σημασιολογία γιατρικό, φάρμακο

Ετυμολογία

από το αρχ. «ιλάσκομαι» = θεραπεύω, καταπραΰνω

Σημασιολογία

λυμφοαδένας, κουβάρι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).