Κάρφωμα

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:44, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Κάρφωμα (το)
Σημασιολογία η γητειά για θυματοποίηση κάποιου, για να τον βασανίζουν τα δαιμόνια και οι αρρώστιες

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η γητειά για θυματοποίηση κάποιου, για να τον βασανίζουν τα δαιμόνια και οι αρρώστιες

Παραδείγματα

Γίνεται με «καρφίν μονόπυρον», και ο γητευτής το καρφώνει σε δένδρο μετά τα μεσάνυκτα. Με κάθε κτύπημα του καρφιού λέει και ο γητευτής «δκιάολε, καρφώννω τον …τάδε». Το δένδρο σταδιακά ξεραίνεται και ο καρφωμένος αδυνατεί, αρρωστά και πεθαίνει. Αν πληρωθεί καλά ο γητευτής μπορεί να αναιρέσει τη γητειά με ξεκάρφωμα του καρφιού. Σε αυτή την περίπτωση, ο καρφωμένος σταδιακά ξανα-υγειαίνει .

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).