Το καράβι της Κερύνειας
Το αρχαίο αυτό ναυάγιο εντόπισε το 1965 έξω από το λιμάνι της Κερύνειας και σε βάθος 30 περίπου μέτρων ο δύτης Ανδρέας Καριόλου. Το 1967, μετά από πρόσκληση του Τμήματος Αρχαιοτήτων κατέφθασε στην Κύπρο μια διεθνής επιστημονική ομάδα με ειδίκευση στην ενάλια αρχαιολογία. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Michael Katzev από το πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας (Η.Π.Α.). Η αποστολή χρειάστηκε πέντε περίπου χρόνια για να καταφέρει να ανελκύσει και να συντηρήσει το ναυάγιο. Το σκάφος συναρμολογήθηκε στο κάστρο της τουρκοκρατούμενης σήμερα Κερύνειας, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Επικεφαλής των εργασιών συναρμολόγησης ήταν ο καθηγητής Richard Steffy, ειδικός απεσταλμένος της UNESCO προς το Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Το αρχαίο καράβι είχε μήκος 14,75 μέτρα και πλάτος 4,30 μέτρα και ταξίδευε από τα νησιά του Αιγαίου ή τα παράλια της Ιωνίας και έφτανε μέχρι την Κύπρο και πιθανόν και τη Συρία. Το καράβι ταξίδευε στα μέσα του 4ου αι. π. Χ. περίπου, κατά την εποχή δηλαδή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.
Η μοναδικότητα του καραβιού της Κερύνειας έγκειται στο ότι είναι ίσως το καλύτερα διατηρημένο καράβι του τέλους της κλασικής περιόδου του ελληνικού πολιτισμού που έχει βρεθεί. Κάτω από το φορτίο των αμφορέων και το προστατευτικό στρώμα της άμμου, διατηρήθηκε το 75% του ξύλινου σκαριού του εμπορικού αυτού καραβιού. Έχουν διατηρηθεί στοιχεία όπως: η καρένα, το πέτσωμα, οι σκαρμοί, η μολυβένια επένδυση κ.ά., που προσφέρουν ανεκτίμητες πληροφορίες σχετικές με τη ναυπηγική κατά την αρχαιότητα.
Από τα σκεύη φαγητού που βρέθηκαν στο αρχαίο ναυάγια (4 μικρά πιάτα, 4 ‘κάνθαροι’ για πόση νερού, 4 δοχεία λαδιού και απομεινάρια από 4 ξύλινα κουτάλια) φαίνεται ότι το καράβι είχε πλήρωμα τεσσάρων ατόμων. Το καράβι ήταν εμπορικό και όταν βούλιαξε κουβαλούσε 404 οξυπύθμενους αμφορείς (Ροδιακοί και Σαμιακοί), κάποιοι από τους οποίους έφεραν σφραγίδες. Επίσης μετέφερε και 29 μυλόπετρες κατασκευασμένες από Αιγιακό ηφαιστειογενές πέτρωμα (από Κω, Νίσυρο κτλ). Οι πέτρες αυτές πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν σαν σαβούρα. Βρέθηκαν επίσης μολύβδινα βαρίδια για δίχτυα, σωροί μόλυβδου και σιδήρου που χρησιμοποιούνταν για επιδιορθώσεις, ένας ξύλινος κόπανος, οκτώ μύτες ακοντίων, επτά χάλκινα νομίσματα (μόνο δύο ήταν δυνατόν να χρονολογηθούν και ανήκουν στην ελληνιστική περίοδο (το ένα 316 – 301 π. Χ. και το άλλο 306 – 294 π. Χ).
Επιπλέον βρέθηκαν υπολείμματα τροφών όπως: 1 κομμάτι σκόρδο, 18 κουκούτσια ελιάς και 14,760 σπόροι σύκου. Μέσα στους αμφορείς βρέθηκαν εξαιρετικά καλά διατηρημένα 10.000 αμύγδαλα που με εργαστηριακή ανάλυση (με τη μέθοδο του «άνθρακα 14») φαίνεται να μαζεύτηκαν το 288± 62 π. Χ. ενώ ύστερα από αναλύσεις της ξυλείας του καραβιού ξέρουμε ότι τα δέντρα είχαν κοπεί γύρω στο 388 π. Χ, δηλαδή 100 χρόνια νωρίτερα.
Το 1982 εξαγγέλθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης (Ε.Ι.Π.Ν.Π) η απόφαση να κατασκευαστεί πιστό ομοίωμα του αρχαίου καραβιού της Κερύνειας με στόχο τόσο να διατηρηθεί η ελληνική ναυτική παράδοση, όσο και να μελετηθεί η ναυσιπλοΐα και η ναυπηγική των αρχαίων Ελλήνων. Η ναυπήγηση του «Κερύνεια ΙΙ» κράτησε περίπου 32 μήνες και έγινε με τη βοήθεια του Ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού και με εισφορές του Ναυτικού Ομίλου Κερύνειας και ιδιωτών από Ελλάδα και Κύπρο. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1986 το «Κερύνεια ΙΙ» μαζί με τετραμελές εναλλασσόμενο πλήρωμα σάλπαρε από τον Πειραιά για την Κύπρο και στις 2 Οκτωβρίου μπήκε πανηγυρικά στο λιμάνι της Πάφου.