Αβάττα
Jump to navigation
Jump to search
Ετυμολογία
από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος), από το ιταλικό avanti (εμπρός)
Σημασιολογία
φαγοπότι σε βάρος αλλού
Παραδείγματα
Δεν αγοραζει ποτε τσιγαρα ,παντα καπνιζει ,αβάττα.
Μέρος του Λόγου
Επίρρημα
Συγγενικές Λέξεις
- αβάττατζης