Αβκολιά

From Digital Cyprus
Revision as of 08:52, 28 November 2014 by Louiza (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

{{Λέξη

 |acronym= Αβκολιά (η) 
 |etymologia= Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού)
 |simasiologia= Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής 
 |proelefsi="Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου 

Ετυμολογία

Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).

Σημασιολογία

Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

  • Αβκολιάζω

Συνώνυμα